[1,43] Κατὰ δὲ τοὺς καιροὺς τούτους τῶν ἡγεμόνων
τινὲς τῶν τὰς μεγίστας χώρας ἐχόντων ἐν τοῖς μισθοφόροις
συλλαλήσαντες ἑαυτοῖς ὑπὲρ τοῦ τὴν
πόλιν ἐνδοῦναι τοῖς Ῥωμαίοις καὶ πεπεισμένοι πειθαρχήσειν
σφίσι τοὺς ὑποτεταγμένους, ἐξεπήδησαν
νυκτὸς ἐκ τῆς πόλεως ἐπὶ τὸ στρατόπεδον καὶ
διελέγοντο τῷ τῶν Ῥωμαίων στρατηγῷ περὶ τούτων.
ὁ δ´ Ἀχαιὸς Ἀλέξων ὁ καὶ τοῖς Ἀκραγαντίνοις
κατὰ τοὺς ἐπάνω χρόνους αἴτιος γενόμενος τῆς
σωτηρίας, καθ´ ὃν καιρὸν ἐπεβάλοντο παρασπονδεῖν
αὐτοὺς οἱ τῶν Συρακοσίων μισθοφόροι, καὶ
τότε πρῶτος συνεὶς τὴν πρᾶξιν ἀνήγγειλε τῷ στρατηγῷ
τῶν Καρχηδονίων. ὁ δὲ διακούσας παραχρῆμα
συνῆγε τοὺς καταλειπομένους τῶν ἡγεμόνων
καὶ παρεκάλει μετὰ δεήσεως, μεγάλας δωρεὰς καὶ
χάριτας ὑπισχνούμενος, ἐὰν ἐμμείνωσι τῇ πρὸς αὐτὸν
πίστει καὶ μὴ κοινωνήσωσι τοῖς ἐξεληλυθόσι
τῆς ἐπιβολῆς. δεχομένων δὲ προθύμως τοὺς λόγους,
εὐθέως μετ´ αὐτῶν ἀπέστειλε πρὸς μὲν τοὺς
Κελτοὺς Ἀννίβαν τὸν υἱὸν τὸν Ἀννίβου τοῦ μεταλλάξαντος
ἐν Σαρδόνι διὰ τὴν προγεγενημένην ἐν
τῇ στρατείᾳ πρὸς αὐτοὺς συνήθειαν, ἐπὶ δὲ τοὺς
ἄλλους μισθοφόρους Ἀλέξωνα διὰ τὴν παρ´ ἐκείνοις
ἀποδοχὴν αὐτοῦ καὶ πίστιν· οἳ καὶ συναγαγόντες
τὰ πλήθη καὶ παρακαλέσαντες, ἔτι δὲ πιστωσάμενοι
τὰς προτεινομένας ἑκάστοις δωρεὰς ὑπὸ
τοῦ στρατηγοῦ, ῥᾳδίως ἔπεισαν αὐτοὺς μένειν ἐπὶ
τῶν ὑποκειμένων. διὸ καὶ μετὰ ταῦτα, τῶν ἐκπηδησάντων
(ἐκ τοῦ προφανοῦς ἐρχομένων) πρὸς τὰ
τείχη καὶ βουλομένων παρακαλεῖν καὶ λέγειν τι περὶ
τῆς τῶν Ῥωμαίων ἐπαγγελίας, οὐχ οἷον προσεῖχον
αὐτοῖς, ἀλλ´ ἁπλῶς οὐδ´ ἀκούειν ἠξίουν, βάλλοντες
δὲ τοῖς λίθοις καὶ συνακοντίζοντες ἀπεδίωξαν ἀπὸ
τοῦ τείχους. Καρχηδόνιοι μὲν οὖν διὰ τὰς προειρημένας
αἰτίας παρὰ μικρὸν ἦλθον ἀπολέσαι τὰ πράγματα,
παρασπονδηθέντες ὑπὸ τῶν μισθοφόρων· Ἀλέξων
δὲ πρότερον Ἀκραγαντίνοις ἔσωσε διὰ τὴν
πίστιν οὐ μόνον τὴν πόλιν καὶ τὴν χώραν, ἀλλὰ
καὶ τοὺς νόμους καὶ τὴν ἐλευθερίαν, τότε δὲ
Καρχηδονίοις αἴτιος ἐγένετο τοῦ μὴ σφαλῆναι τοῖς ὅλοις.
| [1,43] Cependant quelques-uns des principaux
chefs mercenaires complotaient de livrer la ville aux
Romains ; convaincus que leurs soldats seraient prêts
à les suivre, ils passèrent de nuit au camp romain et
engagèrent des pourparlers avec le consul. L'Achéen
Alexon, qui avait déjà sauvé Agrigente d'une conjuration
tramée par les mercenaires à la solde des Syracusains,
fut encore le premier à découvrir la trahison et
en informa le commandant carthaginois. Ce dernier
convoqua aussitôt les officiers restés à leur poste,
les supplia, en leur promettant les plus belles récompenses,
les plus hautes faveurs, de lui demeurer fidèles
et de ne pas faire cause commune avec les conspirateurs.
Comme ils se montraient sensibles à ses instances,
il les chargea d'aller sur-le-champ trouver les
soldats ; il leur adjoignit comme émissaire, auprès
des Gaulois, un ancien compagnon d'armes de ces
barbares, Hannibal, fils de cet Hannibal qui était
mort en Sardaigne; auprès des autres, Alexon, qui
jouissait de leur estime et de leur confiance. Ils réunissent
les troupes, les haranguent, se portent garants
de toutes les promesses faites par le commandant et
les persuadent aisément de rester fidèles à leur parole.
Aussi, quand les traîtres, rentrant en ville, voulurent
assembler la garnison pour lui communiquer les propositions
des Romains, les soldats, loin de se laisser
entraînerpar eux, ne daignèrent seulement pas les écouter,
mais les chassèrent à coups de pierres et de javelots.
C'est ainsi que la trahison des mercenaires mit les
Carthaginois à deux doigts de leur perte et qu'Alexon,
dont la probité avait déjà conservé à Agrigente non seulement
ses murs et son territoire, mais ses lois et son indépendance,
sauva encore les Carthaginois d'une ruine complète.
|