[1,52] Γενομένης δὲ τῆς ναυμαχίας τοιαύτης Ἀτάρβας
μὲν εὐδοκίμει παρὰ τοῖς Καρχηδονίοις, ὡς δι´ αὑτὸν
καὶ διὰ τὴν ἰδίαν πρόνοιαν καὶ τόλμαν κατωρθωκώς,
Πόπλιος δὲ παρὰ τοῖς Ῥωμαίοις ἠδόξει καὶ
διεβέβλητο μεγάλως, ὡς εἰκῇ καὶ ἀλογίστως τοῖς πράγμασι
κεχρημένος καὶ τὸ καθ´ αὑτὸν οὐ μικροῖς
ἐλαττώμασι περιβεβληκὼς τὴν Ῥώμην· διὸ καὶ μετὰ
ταῦτα μεγάλαις ζημίαις καὶ κινδύνοις κριθεὶς περιέπεσεν.
οὐ μὴν οἵ γε Ῥωμαῖοι, καίπερ τοιούτων
συμβεβηκότων, διὰ τὴν ὑπὲρ τῶν ὅλων φιλοτιμίαν
οὐδὲν ἀπέλειπον τῶν ἐνδεχομένων, ἀλλ´ εἴχοντο
τῶν ἑξῆς πραγμάτων. διὸ καὶ συνάψαντος τοῦ κατὰ
τὰς ἀρχαιρεσίας χρόνου, στρατηγοὺς ὑπάτους καταστήσαντες
παραυτίκα τὸν ἕτερον αὐτῶν ἐξέπεμπον
Λεύκιον Ἰούνιον, τάς τε σιταρχίας παρακομίζοντα
τοῖς τὸ Λιλύβαιον πολιορκοῦσι καὶ τὰς ἄλλας
ἀγορὰς καὶ χορηγίας τῷ στρατοπέδῳ· πρὸς δὲ καὶ
παραπομποὺς τούτοις ἐπλήρωσαν ἑξήκοντα ναῦς.
ὁ δ´ Ἰούνιος ἀφικόμενος εἰς τὴν Μεσσήνην καὶ
προσλαβὼν τὰ συνηντηκότα τῶν πλοίων ἀπό τε τοῦ
στρατοπέδου καὶ τῆς ἄλλης Σικελίας παρεκομίσθη
κατὰ σπουδὴν εἰς τὰς Συρακούσας, ἔχων ἑκατὸν
εἴκοσι σκάφη καὶ τὴν ἀγορὰν σχεδὸν ἐν ὀκτακοσίαις
ναυσὶ φορτηγοῖς. ἐντεῦθεν δὲ παραδοὺς τοῖς
ταμίαις τὰς ἡμισείας φορτηγοὺς καί τινα τῶν μακρῶν
πλοίων ἐξαπέστειλε, διακομισθῆναι σπουδάζων
τῷ στρατοπέδῳ τὰ πρὸς τὴν χρείαν. αὐτὸς
δ´ ἐν ταῖς Συρακούσαις ὑπέμενε, τούς τε κατὰ
πλοῦν ἀφυστεροῦντας ἐκ τῆς Μεσσήνης ἀναδεχόμενος
καὶ παρὰ τῶν ἐκ τῆς μεσογαίου συμμάχων
σῖτον προσαναλαμβάνων.
| [1,52] Telle fut l'issue de ce combat naval. La
victoire d'Adherbal, due seulement à son habileté et à
son courage, lui valut une grande considération auprès
de ses concitoyens, tandis que P. Claudius, qui avait
engagé l'action à la légère et sans réflexion, fut sévèrement
jugé et vivement critiqué à Rome, où on le
rendait responsable de cette défaite écrasante ; traduit
devant les tribunaux, il fut condamné à une forte
amende. Malgré la gravité de cet échec, les Romains
ne renoncèrent nullement à la conquête du monde
qu'ils avaient entreprise et se préparèrent à continuer
la lutte. La date des comices consulaires arriva ; on
élut les deux magistrats suprêmes, et l'on chargea
l'un d'eux, L. Junius, d'aller ravitailler en vivres et
en munitions l'armée qui assiégeait Lilybée ; on équipa
soixante navires pour escorter le convoi. Junius arrive
à Messine, opère sa jonction avec les bâtiments venus
du camp et de tout le reste de la Sicile, puis se transporte
rapidement à Syracuse, avec cent vingt vaisseaux
de guerre et près de huit cents bateaux de charge. Là,
il confia aux questeurs la moitié des transports et
quelques-uns de ses croiseurs, avec l'ordre d'apporter
en toute hâte ces approvisionnements au camp ; il
resta lui-même à Syracuse, pour attendre les retardataires
qui venaient de Messine et prendre livraison du blé
que les alliés de l'intérieur devaient lui fournir.
|