[31,35] Ὅτι ὁ Αἰμίλιος ὁ Περσέα καταπολεμήσας τιμητὴς ὢν καὶ
σχεδὸν ἐν πᾶσι τοῖς μέρεσι τῆς ἀρετῆς πρωτεύων τῶν
πολιτῶν ἐτελεύτησεν. Ὡς δὲ ἡ περὶ αὐτοῦ φήμη τῆς τελευτῆς
διεδόθη καὶ συνήγγιζεν ὁ τῆς ἐκφορᾶς καιρός, τοιαύτην
συνέβη γενέσθαι πάσης τῆς πόλεως συμπάθειαν ὥστε μὴ
μόνον τοὺς ἐργαστηριακοὺς καὶ τὸν ἄλλον ὄχλον συντρέχειν,
ἀλλὰ καὶ τοὺς ἄρχοντας καὶ τὴν σύγκλητον ὑπερθέσθαι τοὺς
χρηματισμούς. Ἀκολούθως δὲ τούτοις καὶ τῶν περιοικουσῶν
τὴν Ῥώμην πόλεων ὅσαις ὁ χρόνος τὴν ἀναστροφὴν ἐδίδου
ἐλθεῖν πρὸς τὸν τῆς ἐκφορᾶς καιρόν, κατήντων εἰς τὴν
Ῥώμην σχεδόν τι πανδημεὶ μετὰ προθυμίας, ἅμα θεασόμενοι
καὶ τιμήσοντες τὸν μετηλλαχότα.
| [31,35] {Excerpt. de Virt. et Vit., p. 585}. — Paul Émile, le vainqueur de
Persée, mourut alors; il était censeur, et, par ses belles qualités, le
premier des citoyens de Rome. Lorsque le bruit de sa mort se répandit, et
que l'heure de ses funérailles approcha, toute la ville fut attristée : non
seulement les ouvriers et la populace accoururent au convoi funèbre,
mais les magistrats et le sénat suspendirent ce jour là leurs fonctions. De
même les habitants des environs de Rome, qui purent arriver à temps,
s'empressèrent de prendre part à cette pompe, tant par curiosité que pour
honorer la mémoire du grand citoyen.
|