[78,23] ἡλικίας ἐκ .........· ἡ δὲ Ἰουλία ἡ τοῦ Ταραύτου μήτηρ ἔτυχε
μὲν ἐν τῇ Ἀντιοχείᾳ οὖσα, καὶ οὕτω παραχρῆμα, ἅμα τῇ πύστει
τοῦ θανάτου αὐτοῦ, διετέθη ὥστε καὶ πλήξασθαι ἰσχυρῶς καὶ
ἀποκαρτερῆσαι ἐπιχειρῆσαι. ὃν γὰρ ζῶντα καὶ ἐμίσει, τὸν αὐτὸν
τοῦτον τότε τετελευτηκότα ἐπόθει οὐχ ὅτι ἐκεῖνον ζῆν ἤθελεν, ἀλλ´
ὅτι αὐτὴ ἰδιωτεύουσα ἤχθετο. καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὸν Μακρῖνον
πολλὰ καὶ δεινὰ ἐλοιδόρησεν. ἔπειθ´ ὡς οὔτε τι τῆς βασιλικῆς
θεραπείας ἢ καὶ τῆς τῶν δορυφόρων περὶ αὐτῇ φρουρᾶς ἠλλοιώθη,
καὶ ἐκεῖνος χρηστά τινα αὐτῇ, τὰ λεχθέντα ὑπ´ αὐτῆς ἀκηκοώς,
ἐπέστειλε, θαρσήσασα τήν τε τοῦ θανάτου ἐπιθυμίαν κατέθετο,
καὶ μηδὲν αὐτῷ ἀντιγράψασα ἔπραττέν τι καὶ ἐς τοὺς συν–
όντας οἱ στρατιώτας | ἄλλως τε .......... | καὶ ἐκειν .......... |
........ καὶ τῷ τε Μα|κρίνῳ ..... ομένους | .......... υ υἱέος
αὐτῆς | .......... ον μνημονεύοντας, ὅπως αὐταρχήσῃ τῇ τε Σεμιράμιδι
καὶ τῇ Νιτώκριδι, ἅτε καὶ ἐκ τῶν αὐτῶν τρόπον τινὰ
χωρίων αὐταῖς οὖσα, παριςουμένη. ὡς ......... ῃ συνῄρε | ..
....... αὶ γράμματα | ......... ου Μακρίνου | ......... ι τινα
ἐφ´ οἷς | ........... οντα ελα | ............ ν γνώμης | ..........
ειτο φοβηθεῖσα μὴ τοῦ τε ὀνόματος τοῦ τῆς Αὐγούστης στερηθῇ καὶ
ἐς τα ....... πατρίδα ἀπελθεῖν ἀναγκασθῇ καὶ παν | ...........
δεινοτε | ........... ας γυναι | .......... ωνων προς | ........
.. θενεστε | ............ νατω τε | .......... νω τις οφθη | ..
....... ατο παν του | .......... ιέναι μη | .......... μην
ἀνελ | .......... σθῇ καὶ ἐ | .......... Μακρίνου | ..........
κοι κατα | .......... ι τοῦ τἀναντία πράττειν δοκεῖν ε | ..........
ξειν ὅπως | ........... ῃ κατα | .......... οχωρήση | ........
ἐκεῖνός τε ἐξελθεῖν ὅτι τάχιστα ἐκ τῆς Ἀντιοχείας αὐτήν, ὅποι
βούλοιτο, ἐκέλευσεν, καὶ τὰ ἐν τῇ Ῥώμῃ περὶ τοῦ υἱέος αὐτῆς λεχθέντα ἤκουσεν, οὐκέτ´ ἐφιλοψύχησεν, ἀλλ´ ἤδη τρόπον τινὰ καὶ
ὑπὸ τοῦ καρκίνου, ὃν ἐν τῷ μαστῷ ἐκ πάνυ πολλοῦ χρόνου ἡσυχάζοντά
πως ἔχουσα τότε ἠρέθισεν ἐκ τῆς πληγῆς ἣν ἐπὶ τῷ τοῦ
παιδὸς θανάτῳ κοψαμένη κατὰ τῶν στέρνων ἐπέπληκτο, συναιρουμένη προσδιέφθειρεν ἑαυτὴν ἀποκαρτερήσασα.
| [78,23] 23. Julia, mère de Tarautas, se trouvait à Antioche ; lorsqu'elle apprit sa mort, elle fut tellement
affectée sur le moment qu'elle se frappa avec force la poitrine et essaya de se laisser mourir de faim.
Car celui qu'elle haïssait durant sa vie, elle {le} pleurait {maintenant} qu'il n'était plus ; ce n'était, {de
sa part, ni regret ni désir qu'il vécût, c'était douleur d'être réduite à la condition privée. Aussi se
laissa-t-elle aller à une foule d'injures sanglantes contre Macrin. Ensuite, comme rien n'était changé
ni au train impérial, ni à la garde des prétoriens qui l'entourait, et Macrin, qui n'avait pas encore
appris les discours tenus par elle, lui ayant écrit en termes obligeants, alors, reprenant courage, elle
renonça à son envie de mourir, et, sans rien lui répondre, elle s'adresse aux soldats qui étaient avec
elle .... {fragments de texte grec}
afin d'arriver au pouvoir suprême, comme Sémiramis et Nitocris, qui étaient pour ainsi dire ses
compatriotes .... {fragments des texte grec}
d'Antioche pour se retirer où il lui plairait ; {lorsqu'elle apprit les discours qu'on tenait à Rome sur
son fils,} elle n'eut plus d'amour pour la vie ; déjà pour ainsi dire, rongée par le cancer qu'elle avait
au sein, cancer qui, resté fort longtemps presque stationnaire, avait été alors irrité par les coups
qu'elle se donna en se frappant la poitrine à l'occasion de la mort de son fils, elle se laissa mourir de
faim.
|