[31,14] Ὅτι ὁ τῶν βαρβάρων Γαλατῶν στρατηγὸς ἀπὸ τοῦ
διωγμοῦ γενόμενος καὶ συναθροίσας τοὺς αἰχμαλώτους
πρᾶξιν ἐπετελέσατο βαρβαρικὴν καὶ παντελῶς ὑπερήφανον.
Τούς τε γὰρ τοῖς εἴδεσι καλλίστους καὶ ταῖς ἡλικίαις
ἀκμαιοτάτους καταστέψας ἔθυσε τοῖς θεοῖς, εἴ γέ τις τῶν
θεῶν δέχεται τὰς τοιαύτας τιμάς. Τοὺς δὲ ἄλλους πάντας
κατηκόντισεν, πολλῶν μὲν ἐν αὐτοῖς γνωριζομένων διὰ τὰς
προγεγενημένας ἐπιξενώσεις, οὐδενὸς δὲ διὰ τὴν φιλίαν
ἐλεουμένου. Καὶ θαυμαστὸν οὐδὲν εἰ βάρβαροι παρ' ἐλπίδας
κατορθώσαντες ὑπὲρ ἄνθρωπον ἐχρήσαντο τοῖς
εὐτυχήμασιν.
| [31,14] Le chef des Gaulois, revenu de la poursuite des ennemis, rassembla
les captifs, et commit une action aussi barbare qu'étrange : il choisit les
plus beaux et les plus robustes, et les immola aux dieux, comme si de
pareils sacrifices étaient agréables aux immortels ! Il ordonna que les
autres fussent percés de traits ; il n'épargna aucun de ceux qui lui étaient
attachés par les liens de l'hospitalité ou de l'amitié. Il n'est pas étonnant
que les Barbares soient insolents dans la prospérité.
|